Η μυρωδιά του πλοίου

Ήταν ατελείωτες οι ώρες πάνω στο Μιλένα, στο Γκόλντεν Βεργίνα στο -μοιραίο αργότερα- Σαμίνα. Δεν κυλούσε με τίποτα ο χρόνος. Πώς γινόταν πάντα και όσα βιβλία κι αν έπαιρνες μαζί κατάφερναν να τελειώσουν πριν φτάσεις στον Άγιο Κήρυκο; Πώς έφευγαν έτσι οι σελίδες; Όσο τραβούσε η μέρα βγαίναμε στο κατάστρωμα, λίγο να χαζέψεις ένα λιμάνι, λίγο να περιμένεις αυτή την αναγγελία «παρακαλούμε όπως οι επισκέπτες εξέλθουν, το πλοίο είναι έτοιμο προς αναχώρηση», λίγο που θα 'βρισκες κανένα γνωστό, ροκάνιζες το χρόνο...Εκεί που σκάλωνε ο δείκτης και δεν περνούσαν τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα ήταν όταν βράδιαζε. Μπροστά ο ορίζοντας μαύρο σεντόνι. Ούτε η θάλασσα να παρασύρει το μάτι με την ανοιχτωσιά της. Που και που μόνο κανένα φως και να ρωτάς το πλήρωμα ποιο νησί είναι αυτό, με την ελπίδα πάντα να πλησιάζεις στην Ικαρία και να μετρήσεις λεπτό λεπτό το δίωρο ως τη Σάμο.
Πάρος, Νάξος, Σύρος, Τήνος, Φούρνοι, Εύδηλος, Αγιος Κήρυκος, Καρλόβασι, Βαθύ. Το μισό Αιγαίο σε ένα ταξίδι. Instragram και facebook δεν υπήρχαν τότε. Για να βγάλεις καμιά φωτογραφία έπρεπε να δέσει το καράβι, να τραβήξεις με την Kodak και να τη βάλεις μετά στο μικρό άλμπουμ με τις φωτογραφίες της χρονιάς. Ούτε να ανεβάσεις, ούτε να κατεβάσεις, ούτε like, ούτε φώτοσοπ. Αμείλικτο και το φως του Αιγαίου, εμπόδιο η αντηλιά και το σούρουπο πριν ανάψουν τα φώτα, που δε σε άφηνε να τραβήξεις το τελευταίο λιμάνι. Γεμάτα τα σαλόνια με καπνό, οι θέσεις με κουρασμένους Ικαριώτες και Σαμιώτες που απλώνονταν όσο μπορούσαν για να κοιμηθούν μέχρι να φτάσουν στο μακρινό προορισμό τους, με βαλίτσες, σακ βουαγιάζ και χοντρά βιβλία.
Αλλά όσο και να προσπαθούσες, οι 15 ώρες, ήταν 15 ώρες. Όποτε ήταν και τόσες και δεν ήταν πολλές παραπάνω. Άσε που άφηναν επάνω στο ρούχα σου μια μυρωδιά που τα διαπότιζε και έπρεπε να τα μουλιάσεις σε μπόλικο ζεστό νερό όταν πάταγες στεριά για να φύγει από πάνω τους η «καραβίλα» που λέγαμε.
Είχε και τα ωραία του βέβαια αυτό το ταξίδι. Ειδικά όταν ταξίδευες με ξαδέρφια και φίλους. Αν δε, καταφέρναμε να πιάσουμε και καναπέ με τραπεζάκι, το ταξίδι ήταν καλύτερο κι από κρουαζιερόπλοιο πρώτης κατηγορίας! Είχαμε σχεδόν όλα τα επιτραπέζια σε εκδοχή «travel»: Scrable, κυβόλεξο, ντόμινο, φιδάκι. Συνεννοούμασταν κι από πριν τι θα φέρει ο καθένας. Αλλά το υποχρεωτικό ήταν η τράπουλα. «Ξερή» όταν οι μισοί είχαν παραδώσει και είχαν απλωθεί να κοιμηθούν και «μουντζούρη» όταν ήμασταν όλοι όρθιοι. Μόνο αν κατάγεται κανείς από νησί της άγονης γραμμής ή της παραμεθορίου μπορεί να αισθανθεί τι σημαίνει να ταξιδεύεις από την Αθήνα σχεδόν μια μέρα για να φτάσεις στην πατρίδα σου. Να νιώσεις στο πετσί σου τι σημαίνει το ομηρικό «νόστιμον ήμαρ». Να ζαλιστείς από τα κύμα μέχρι να πατήσεις στέρεα στο χώμα.. Να κολλήσεις ολόκληρος από το αλάτι περιμένοντας ώρες ατελείωτες στο κατάστρωμα να φανεί από μακριά μια κουκκίδα που από κοντά είναι η Σάμος σου.
 Ίσως γι΄αυτό όσοι γεννήθηκαν σε νησί, έχουν πάντα μέσα τους τη θάλασσα. Στη σκέψη τους, στη ζωή τους, στο συναίσθημά τους. Η θάλασσα σε γεμίζει και σε καθορίζει, δεν είναι μοναχά ο δρόμος σου.
Ταξίδεψα φέτος μετά από πολλά χρόνια με καράβι. Ήταν σα να είχε συντελεστεί το τεχνολογικό θαύμα που κατήργησε το κάρβουνο στο τραίνο και γέννησε τις ταχείες. Άλλα πλοία κι ας είναι ακόμη πολύ πίσω οι ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες του νησιού μου. Σε 8 ώρες είχαμε πιάσει Καρλόβασι. Μύρισα τα ρούχα μου το επόμενο πρωί πριν τα πλύνω. Ίσως τελικά και να μου 'λειψε η σφραγίδα του ταξιδιού μου: η «καραβίλα».  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις